- κάπνη
- κάπν-η, ἡ,II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάπνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνῃ — κάπνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνη — η (Α κάπνη) [καπνός] νεοελλ. η καπνιά, η αιθάλη αρχ. 1. η καπνοδόχος 2. ο καπνιαίος* λίθος … Dictionary of Greek
καπνέων — κάπνη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνῶν — κάπνη fem gen pl καπνός with smokecoloured grapes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνην — κάπνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνης — κάπνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOCUS — Servio a fovendo dictus est quidquid fovet ignem, sive ara sit, sive quidquid aliud, in quo ignis fovetur. Peculiariter vox sumitur pro ara Diis domesticis, quos Penates Laresque olim dixêrunt, sacra. Unde Plaut. Aulul. Act. 2. Sc. 8. v. 16. Haec … Hofmann J. Lexicon universale
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
καπνιά — η (Α καπνία) νεοελλ. 1. η μουντζούρα από καπνό 2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους 3. νόσος τών φυτών αρχ. η καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek